σελαηγενετης

σελαηγενετης
    σελαηγενέτης
    σελαη-γενέτης
    2
    светорождающий (эпитет Аполлона) Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σελαηγενετης" в других словарях:

  • σελαηγενέτης — ὁ, Α (προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που γεννάει το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν τ. < σέλας + γενέτης (< γίγνομαι), πρβλ. πυρο γενέτης, με δυσερμήνευτο η ] …   Dictionary of Greek

  • σελαηγενέτην — σελαηγενέτης father of light masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»